- αἰθερολόγος
- αἰθερο-λόγος, ον,A talking of ether and the like, of Thales, Anaximen. ap.D.L.2.4: hence [suff] αἰθερο-λογέω, ib.2.5, cf. 8.50.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αιθερολόγος — αἰθερολόγος, ον (Α) (για τον Θαλή και τον Αναξιμένη) αυτός που μιλά, που πραγματεύεται για τον αιθέρα και τα σχετικά με αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθήρ, έρος + λόγος < λέγω. ΠΑΡ. αρχ. αἰθερο λογῶ] … Dictionary of Greek
αἰθερολόγος — talking of ether and the like masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
αιθέρας — Οργανική χημική ένωση του τύπου C2Η5 Ο C2Η5. Λέγεται και διαιθυλαιθέρας ή θειικός α. Είναι σώμα υγρό, άχρωμο, ελαφρύτερο από το νερό και πολύ πτητικό. Παρασκευάζεται βιομηχανικά με συνθέρμανση αιθυλικής αλκοόλης και πυκνού θειικού οξέος (γι’ αυτό … Dictionary of Greek
αιθερολογώ — αἰθερολογῶ ( έω) (Α) [αἰθερολόγος] μιλώ για τον αιθέρα και τα σχετικά με αυτόν … Dictionary of Greek